- επεισφέρω
- ἐπεισφέρω (Α)1. φέρνω επί πλέον ή μετά από άλλο («ἐπεισφέρειν κακοῡ κάκιον ἄλλο πῆμα», Αισχύλ.)2. παρουσιάζω (ιδίως επιχειρήματα) («ἐπεισφέρειν λόγον», Αριστοφ.)3. θάβω και άλλο νεκρό στον ίδιο τάφο4. παρουσιάζω για υπεράσπισή μου («ἐπεισενεγκάμενος μαρτύρια», Θουκ.)5. παθ. ἐπεισφέρομαιορμώ εναντίον κάποιου6. συμβαίνω («τὸ αἰεὶ ἐπεισφερόμενον πρῆγμα», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.